- εορταστικός
- και γιορταστικός, -ή, -ό (AM εορταστικός, -ή, -όν) [εορτάζω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γιορτήνεοελλ.1. ευχετήριος στη γιορτή κάποιου2. το ουδ. ως ουσ. το εορταστικόεκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες τών μεγάλων εορτών.
Dictionary of Greek. 2013.